σουραύλι

σουραύλι
Μουσικό όργανο, που συγγενεύει με το φλάουτο. Το στόμιο, από το οποίο φυσάει εκείνος που παίζει, δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα, αλλά συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με τάπα (σούρος, γλωσσίδι, πείρος, ψύχα κλπ.), αφήνοντας μια λεπτή σχισμή. Αμέσως μετά την τάπα υπάρχει στον κυλινδρικό σωλήνα μια τρύπα (αυλάκι, ανεμολόγος κλπ.), της οποίας η βάση λεπταίνει ωσότου γίνει οξεία κόγχη. Το όργανο αυτό κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη από 15 με 20 εκ. έως 65 εκ., άλλοτε από καλάμι, ξύλο ή κόκαλο και άλλοτε από μπρούντζο. Το σ. χρησιμοποιείται κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, στη Μακεδονία και τη Θράκη. Έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά και σε ίση απόσταση μεταξύ τους ή 6 μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα. Ο οργανοπαίχτης το κρατάει κάθετα στο στόμα του. Όπως και η φλογέρα, παίζεται μόνο του και σε σπάνιες περιπτώσεις μαζί με άλλα όργανα. Το όργανο αυτό έχει κατά περιοχές διάφορες ονομασίες. Στη Σαντορίνη λέγεται σουριάλι, στη Νάξο σουβλιάρι ή σουγλιάρι, στη Χάλκη σουλιαύρι, στην Κύπρο πιθκιαύλι ή πηδιαύλιν, στην Ικαρία πιραύλι η πιδαύλι, στη Xίo φλεβούρα, στη Μακεδονία και τη Θράκη καβάλι ή καβάλ, στην Κρήτη θιάμπολι ή γλωσσοχάμπουλο και στην Κατερίνη μακροφλογέρα.
* * *
το, Ν
μουσ. λαϊκό πνευστό όργανο, συγγενικό με τη φλογέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σῦριγξ + αὐλός, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *συραύλιον. Ο τ. *συραύλιον, αντί τού αναμενόμενου *συριγγαύλιον, ερμηνεύεται από το γεγονός ότι συχνά χρησιμοποιείται τον μικρότερο μέρος τού θ. για τον σχηματισμό τών συνθ. Τέλος, για την τροπή τού -υ- σε -ου- πρβλ. ξυράφι: ξουράφι, σύρω: σούρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σουραύλι — το φλογέρα: Ο βοσκός έπαιζε το σουραύλι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλογέρα — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, των βοσκών κυρίως, διαδεδομένο σε όλους τους λαούς από τα αρχαία χρόνια. Στην αρχαία Ελλάδα το συναντούμε ως αυλό, σε διάφορους τύπους και ονομασίες. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο αναφέρεται όπως και κατά την… …   Dictionary of Greek

  • σουραυλίζω — Ν [σουραύλι] παίζω σουραύλι …   Dictionary of Greek

  • αυλός — ο πνευστό μουσικό όργανο σωληνοειδές, σουραύλι, φλογέρα: Ο αυλός συνόδευε το παίξιμο αρχαίας ελληνικής τραγωδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουραυλίζω — παίζω σουραύλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλογέρα — η (λ. αλβαν.), ποιμενικός αυλός, αυλός, σουραύλι: Ο βοσκός έπαιζε τη φλογέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”